διορία
Look at other dictionaries:
διορία — η (AM διορία, Α και διωρία) καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία μσν. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)·* + ορία < ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)·* + ωρία < ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί… … Dictionary of Greek
διορία — η προθεσμία, καθορισμένο χρονικό διάστημα: Έχω διορία τριών ημερών, για να διαμαρτυρηθώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
diorie — DIORÍE, diorii, s.f. (Grecism înv.) Termen de plată; scadenţă, soroc. [pr.: di o ] – Din ngr. dioría. Trimis de LauraGellner, 13.07.2004. Sursa: DEX 98 DIORÍE s. v. scadenţă, termen. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime dioríe s … Dicționar Român
προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)